ἀράχνᾳ — ἀράχναι , ἀράχνη spider s web fem nom/voc pl ἀράχνᾱͅ , ἀράχνη spider s web fem dat sg (doric aeolic) ἀράχναι , ἀράχνης spider masc nom/voc pl ἀράχνᾱͅ , ἀράχνης spider masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίη — ἀραχναί̱η , ἀραχναῖος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίοιο — ἀραχναί̱οιο , ἀραχναῖος of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίοις — ἀραχναί̱οις , ἀραχναῖος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίοισι — ἀραχναί̱οισι , ἀραχναῖος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίου — ἀραχναί̱ου , ἀραχναῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίωι — ἀραχναί̱ῳ , ἀραχναῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίῃς — ἀραχναί̱ῃς , ἀραχναῖος of fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίῳ — ἀραχναί̱ῳ , ἀραχναῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek